Sunday, May 6, 2007

Άβυσσος

Ώστε λοιπόν έτσι μοιάζουν τα όρια των αντοχών... Με γκρεμούς, στο χείλος των οποίων στέκεσαι κοιτάζοντας τη μαύρη, σιωπηλή άβυσσο. Νιώθοντάς τη να σε υπνωτίζει σαν Σειρήνα της Οδύσσειας, να σε τραβάει κάτω, σε μια πτώση δίχως αλεξίπτωτο και δίχως κάτι να πιαστείς στη διαδρομή. Ώστε αυτό εννοούσες Φλέρυ όταν έλεγες ότι τα μαύρα βάθη που κοιτάζεις δεν τα χωράει ανθρώπου νους, ε;

Δεν μπορώ να σταματήσω να κοιτάζω. Αλλά ο ίλιγγος με τρομάζει, αισθάνομαι όπως όταν βλέπεις όνειρο ότι πέφτεις, με την καρδιά στο στόμα. Ξαπλώνω στο χείλος για να μην ζαλιστώ και πέσω. Και προσπαθώ να δω στο χάος, να διακρίνω χαρακτηριστικά, να ψάξω για αναμνήσεις, για έναν χάρτη του πώς ήρθα εδώ. Να βρω πού χάθηκα, αν κάπου έστριψα λάθος και αν μπορώ να βρω μιαν άκρη.

Γυρίζω πίσω να σωθώ κι ύστερα δε βρίσκω το δρόμο
Γιατί και κει είναι σκατά - σα να μην τόξερα -
Παντού σπασμένες σιδεριές και θραύσματα οβίδας
Τρομάζω, τα χάνω με το παραμικρό, δεν έχω που να πάω

Ναι, δεν έχεις που να πας. Γιατί ο χάρτης, ξέρεις, δεν ήταν λάθος. Πήρα τη μόνη έξοδο κινδύνου που βρήκα, για να μη βουλιάξω στο τέλμα των διαλυμένων οικογενειών, για να μη σταυρωθώ στα μυτερά καρφιά μιας ταλαίπωρης, καταστροφικής εφηβείας, για να μην υποκύψω στον καρκίνο της μικροαστικής ευθύγραμμης διαδρομής του γέννηση-σπουδές-δουλειά-γάμος-σύνταξη-θάνατος (και η ζωή; πού περιθώριο για τη ζωή στο πλάνο σας;).

Η έξοδος με έβγαλε στους Ήχους - και ρούφηξα τις αιτίες της πάνκικης οργής, την πηγαία συντριβή του ρεμπέτικου και του hip-hop, την ασυμβίβαστη ελευθερία του rock, τις φιλοσοφικές αναζητήσεις των τραγουδοποιών, τη μέχρις αφέλειας αλήθεια της pop απλότητας, τα ρομαντικά και συνάμα αλαζονικά ογκώδη metal ιδανικά, την αφαιρετική μαγεία των ηλεκτρονικών ηχοτοπίων. Η έξοδος με έβγαλε στη Γνώση - στις σελίδες της λογοτεχνίας και των επιστημονικών συγγραμμάτων, στους στίχους της ποίησης, στη χρησιμότητα του να κατεβάζεις βιβλιοθήκες - όχι για να μορφωθείς με τη σχολική έννοια, αλλά για να καλλιεργηθείς, να μάθεις να αμφισβητείς και να αμφιβάλλεις ως έλλογο ον. Όχι υπακούοντας σε τυφλά ένστικτα, όχι αποδεχόμενος θρησκευτικά δόγματα ως κοσμικές αλήθειες, όχι εμπιστευόμενος το σύστημα, απλά επειδή οι άλλοι απέτυχαν. Η έξοδος με έβγαλε στο εφήμερα διαχρονικό Σανίδι του θεάτρου, στους αρχαίους τραγωδούς, στον Τσέχοφ, στον Ίψεν, στον Σέξπιρ, στον Μπέκετ, και στον Μπρεχτ. Η έξοδος με έβγαλε στους μεγάλους ζωγράφους, σε εκείνους τους ανθρώπους που λέγανε τόσο μεγάλα πράγματα με χρώματα και περιγράμματα. Η έξοδος με έβγαλε στις Χώρες του κινηματογράφου - Παρίσι-Τέξας, και από εκεί στην Τρανσυλβανία του Δράκουλα, στην Καζαμπλάνκα του Μπόγκαρτ, στην Άγρια Δύση του Λεόνε και του Πέκινπα, στην Ιταλία της Ντόλτσε Βίτα και του Βισκόντι, στη Νέα Υόρκη του Γούντι Άλεν, στη Βραζιλία της Πόλης Του Θεού, στη Σουηδία του Μπέργκμαν, στην Ιαπωνία του Κουροσάβα και σε έναν γαλαξία far far away, παρέα με τον Χαν Σόλο και τους Tζεντάι.

Αλλά η έξοδος δεν απάντησε το γιατί. Δεν έφερε καμία γαλήνη, καμία αίσθηση ισορροπίας. Δεν βοήθησε στο να μην πετάγομαι σαν αλαφιασμένος αφού το κάναμε, τρέχοντας σαν «ξένος στην πιο ξένη ερημιά», ενώ εσύ ήθελες απλά πράγματα, να καθόμαστε αγκαλιά και να μιλάμε για το μέλλον (μας), να σου δείχνω το αστέρι του Μικρού Πρίγκιπα, να σου κάνω έρωτα στην αμμουδιά. Οι βιολόγοι και ο Στίβεν Πίνκερ μπορεί μια μέρα να βρούνε ότι άνθρωποι σαν κι εμένα αποτελούν βιοχημικά λάθη, εγγενώς ανίκανα για οποιαδήποτε προσαρμογή σε οποιαδήποτε κανονικότητα. Οι ψυχίατροι μπορεί να πούνε ότι είχα γονιδιακές ή περιβαντολλογικές ατυχίες, οι οποίες με οδήγησαν στην κατάθλιψη. Μπορεί και να είναι έτσι, πού θες να ξέρω εγώ; Νομίζεις ότι τα ξέρω όλα, επειδή βάζω εκείνες τις βιβλιογραφίες;

Ξέρω πάντως ότι έφτασα σε ένα σημείο που ποτέ δεν είχα φανταστεί. Ότι ξεχείλισα από απελπισία και ότι ο πραγματικός κόσμος - αυτός εκεί έξω, έξω από τις μουσικές, τους πίνακες και τις ταινίες - μου φαίνεται πια σαν ένα μέρος στο οποίο δεν έχω την παραμικρή θέση, στο οποίο δεν χωράω (αν δεν χωράς σε μια ελπίδα τυφλή...). Ναι, Κατερίνα, το ξέρω ότι είχαμε συμφωνήσει πως πρώτα έπρεπε να τελειώνουμε με τα γουρούνια. Αλλά εγώ χρειάζομαι επειγόντως εκείνο το δίπατο σπίτι κοντά στη θάλασσα, με τα πύλινα δοχεία στο κατώι. Γιατί έγειρε η παλάτζα και δεν έχει άλλο μπρος. Γιατί δεν κατάφερα να βγάλω ποτέ άκρη με το μέσα μου. Και τώρα που δεν βγάζω άκρη ούτε με το έξω μου νιώθω ότι χάνομαι μέσα στο ίδιο μου το μυαλό, ότι ξόφλησα, ότι κουράστηκα ΤΟΣΟ πολύ. Ένα πράγμα ίσως με έσωζε, αλλά ξέμεινα και από αυτό. Δεν υπάρχει δίπλα μου κανένα ζευγάρι μάτια να κουρνιάσω για λίγη ξεκούραση, κανένα κορμί να με κάνει να ξεχαστώ στην ομορφιά του, να το ντύνω με την αγάπη μου, να του δανείζω την ψυχή μου για να τη γιατρεύει από όλη αυτή τη συμφορά αγκαλιάζοντάς τη, να ενώνομαι μαζί του για να αισθάνομαι ολόκληρος - για μια βραδιά; για μια ζωή; δεν έχει σημασία, δεν είναι εκεί το νόημα, δεν είναι ο έρωτας η απάντηση στις ανασφάλειές μας, είναι η ανώτερη αλήθεια και δεν μετριέται με πάντα και με ποτέ. Όταν αρχίζει να μετριέται έτσι, τότε γίνεται σκύλος από την Κόλαση, φεγγαράκι χάρτινο (ψεύτικη ακρογιαλιά), μαχαίρι, μικρό, αφρικάνικο, ατσάλινο (με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το 'χει ζώσει).

Αλλά και αν με έκανες όμορφο, μάνα, δεν με γλίτωσε αυτό, τελικά, από το να μείνω μονάχος μου σε αυτή τη στροφή. Στη Στροφή Όπου Είναι Αβάσταχτο Να Είσαι Και Μόνος Σου Μαζί Με Όλα Τα Άλλα, σαν πεσμένο χάμω παιδί των Εξαρχείων κατά τη διάρκεια επεισοδίων, βορά στη βαρβαρότητα των ΜΑΤ του Πολύδωρα. Θα κλείσω τώρα τα μάτια μου, μάνα. Και, κοίτα να δεις, θα ευχηθώ να μην τα ξανανοίξω, δεν είναι ειρωνικό να το λέω εγώ αυτό; Δεν θα κοιτάξω άλλο την άβυσσο μπροστά μου. Θα πέσω μέσα της, με τα χέρια ανοιχτά και χωρίς κραυγή. Εδώ είναι τα όριά μου, τα έφτασα. Εδώ δεν πιάνουν πια οι κατάρες, δεν πιάνουν ούτε οι ευχές (εδώ οι μέρες ταξιδεύουν σαν χελώνες νεκρές). Ή θα βάλω λίγο πιο πέρα τον ορίζοντά μου και θα περάσω στην επόμενη πίστα αυτού του ακατανόητου παιχνιδιού, ή θα αφανιστώ - game over και restart button δεν έχει. Και ευτυχώς, γιατί για φαντάσου να το πάταγα και να γινόμουν κι εγώ φυσιολογικός, άνθρωπος χωρίς ανησυχίες, με μάτια άδεια (ντροπή για τα μάτια σου, ντροπή ρε να είναι άδεια).

Δεν ξέρω, φίλοι, αν και πότε θα ξαναγράψω σε αυτό το blog. Πρέπει να με καταλάβετε, τουλάχιστον εσείς, πως δεν ξέρω άλλον τρόπο να ζω. Θα ήθελα πάντως να τα ξαναπούμε. Μη συνέχεια οι άνθρωποι μαύρα αρνητικά και μεις ΚΑΜΕΝΟΙ ΗΛΙΟΙ...

Saturday, May 5, 2007

Ψυχανάλυση;! Δεν Γράφω Κανα Blog Καλύτερα;

Είναι η ψυχανάλυση επιστήμη; Μάλλον ναι, θα απαντούσαμε ενστικτωδώς, αν μας κάνανε μια τέτοια ερώτηση. Έτσι έχουμε μάθει, από μια ποικιλία αναφορών γύρω μας, κυρίως το σινεμά και τα τηλεοπτικά σίριαλ. Πολλοί λίγοι όμως παρακολουθούμε τις εξελίξεις στην επιστήμη της ψυχολογίας. Εξελίξεις που έχουν πια καταστήσει τον Σίγκμουντ Φρόιντ και την ψυχαναλυτική του θεωρία ένα, λαμπρό ίσως, μα ολότελα ξεπερασμένο πλέον στάδιο στην ιστορία της ανάπτυξης της ψυχολογίας.

Στον Φρόιντ βασικά χρωστάμε το ότι επεσήμανε πρώτος το ασυνείδητο, μια εξαιρετικά σημαντική έννοια για τη Δυτική σκέψη. Αλλά της έδωσε λάθος περιεχόμενο, τα έκανε σκατά. Μας είπε ότι το ανθρώπινο μυαλό χωρίζεται σε τρία επίπεδα:
α) στο συνειδητό, αυτό δηλαδή της άμεσης αντίληψης
β) στο υποσυνείδητο, μια τεράστια νοητική βιβλιοθήκη όπου αποθηκεύεται κάθε μας ανάμνηση
γ) στο ασυνείδητο, όπου βρίσκονται όσες αναμνήσεις, φόβοι, επιθυμίες κτλ. καταπιέστηκαν ως τραυματικά συμβάντα. Το πιο διάσημο παράδειγμα καταπίεσης και απώθησης στο ασυνείδητο είναι το περίφημο Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα, η πρώιμη δηλαδή σεξουαλική έλξη του παιδιού προς τον γονιό του αντίθετου φύλου.
Η φροϋδική σχολή τεκμηρίωνε τη θεωρία για το ασυνείδητο με βάση το ότι οι άνθρωποι έχουμε πολύ φτωχές αναμνήσεις από τα πρώτα και καθοριστικά για την προσωπικότητα χρόνια της ζωής μας. Πράγμα που συμβαίνει, μας έλεγαν, γιατί αν κάποιες μνήμες έρθουν πάλι στο συνειδητό του ενήλικα, μπορεί να ανοίξουν τον δρόμο μιας ψυχολογικής κόλασης. Θα θυμόμουνα π.χ. εγώ ότι γούσταρα τη μάνα μου και αυτό θα μου γάμαγε τα πρέκια. Σήμερα όμως ξέρουμε ότι δεν είναι καθόλου έτσι - και όχι μόνο επειδή θα μου ήταν βιολογικά αδύνατον στα 7 μου να θέλω να γαμήσω τη μάνα μου. Η «αμνησία» αυτή σχετίζεται άμεσα με την κατασκευή του εγκεφάλου μας. Οι δομές της λειτουργίας της μνήμης στους ανθρώπους ωριμάζουν γύρω στα 4-5 χρόνια ζωής - και δεν είναι τυχαίο ότι από τότε και έπειτα ξεκινούν οι αναμνήσεις μας. Πέρα από την κατασκευή του εγκεφάλου, σημαντικό ρόλο παίζει και η ανάπτυξη της γλωσσικής επικοινωνίας, η οποία επιτρέπει την καλύτερη αποθήκευση πληροφοριών. Ενώ έτσι το ασυνείδητο ως επίπεδο αποτελεί μια πραγματικότητα, δεν έχει την παραμικρή σχέση με τέτοιες απωθήσεις.

Η κύρια τώρα τεχνική της ψυχανάλυσης για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα του «ασθενή» ήταν πάντοτε η ανάλυση των ονείρων, καθώς τα τελευταία συλλαμβάνονταν ως συμβολικές πόρτες εισόδου στην αποθήκη του ασυνείδητου. Εδώ όμως προκύπτει ένα ακόμα σημαντικό πρόβλημα: ο ψυχαναλυτής-θεραπευτής ισχυρίζεται ότι κατέχει το λεξικό που «αποκρυπτογραφεί» όσα βλέπουμε στον ύπνο μας, λεξικό που καταρτίστηκε κυρίως με βάση την εμμονή του Φρόιντ να ανακαλύπτει παντού σεξουαλικά απωθημένα και σεξουαλικούς συμβολισμούς. Οπότε κοιτάξτε τι μπορεί πρακτικά να συμβεί: Φρικάρει ας πούμε η Μαρία και πάει στον ψυχαναλυτή. Και εκείνος σε κάποιο σημείο αρχίζει να ασχολείται με τα όνειρά της. Και η Μαρία του λέει ότι βλέπει έναν άγνωστο άντρα να μπαίνει στο διαμέρισμά της σπάζοντας την πόρτα. Σύμφωνα με το «λεξικό», κάθε είσοδος συμβολίζει τα γυναικεία αναπαραγωγικά όργανα, κοινώς τα μουνάκια για τα οποία όλα εμείς τα αρσενικά αναστενάζουμε. Οπότε το όνειρο της Μαρίας σημαίνει δύο πράγματα: α) ότι φοβάται ότι θα τη βιάσουν β) ότι γουστάρει να την αρπάξει ένας άγνωστος δια της βίας και να της δείξει τον Χριστό φαντάρο (λέμε και καμιά μαλακία περί στρατού, μπας και ξεχάσουμε το δράμα που ζούμε). Η Μαρία βέβαια διαμαρτύρεται: δεν έχει, λέει, τέτοια βίτσια, ούτε είναι καμιά φοβιτσιάρα. Και απαιτεί αποδείξεις για την ερμηνεία του «ειδικού». Ο τελευταίος όχι μόνο δεν έχει αποδείξεις, αλλά της λέει κιόλας ότι δεν έχει συνείδηση του φόβου ή της επιθυμίας της, γιατί τα έχει απωθήσει! Κοινώς: η Μαρία την κάνει από κούπες, βγαίνει χαμένη όπως και να το πάρει, ενώ ο «επιστήμονας» δεν μπορεί να δώσει την παραμικρή απόδειξη για όλα αυτά.

Θα μπορούσα να συνεχίσω και με άλλα παραδείγματα, π.χ. την περίπτωση της κατάθλιψης, όπου και πάλι η φροϋδική ψυχανάλυση το έχει πάρει λάθος το μονοπάτι. Αλλά θέλω το blog να μπορεί να διαβάζεται. Έκανα νομίζω σαφές το τι τρέχει με την φροϋδικού τύπου ψυχανάλυση και γιατί δεν πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να θεωρηθεί επιστήμη. Στις σύγχρονες καταναλωτικές μας κοινωνίες ο ψυχαναλυτής δεν κάνει παρά αυτό που σε νορμάλ συνθήκες θα έκανε ένας καλός φίλος, ο οποίος μας ξέρει και μας καταλαβαίνεις. Ή ένας μπλόγκερ που μας ξέρει, γιατί όχι; Ο ψυχαναλυτής μας βάζει να του λέμε για εμάς, χίλια-δυο ρωτάει, ώστε να μας μάθει αρκετά. Και μετά εντοπίζει τις πιθανές αιτίες των μικροπροβλημάτων μας (το γιατί π.χ. είναι η τάδε ανασφαλής ή ο τάδε υπερβολικά ανήσυχος για τα επαγγελματικά του κτλ.) και, βλέποντας τα πράγματα από μια εξωτερική σκοπιά, προτείνει λύσεις. Λόγω καπιταλισμού, καταναλωτισμού και (αδικαιολόγητα) ξέφρενων ρυθμών ζωής υποχρεωθήκαμε σε κάποια φάση της ιστορίας μας να εφεύρουμε αυτόν τον επί πληρωμή συνομιλητή, γιατί ξέρω γω δεν έχουμε χρόνο να δούμε τους φίλους μας, γιατί είμαστε καχύποπτοι με τους ανθρώπους, γιατί φοβόμαστε να ανοιχτούμε κτλ. Αυτό όμως δεν καθιστά τους ψυχαναλυτές γιατρούς. Τους καθιστά ένα κοινωνικό φαινόμενο, αφενός, και μια επικερδέστατη βιομηχανία, αφετέρου. 50 Ευρώ την επίσκεψη για να πω τον πόνο μου; Και δεν γράφω καλύτερα ένα blog;

ΑΠΙΣΤΟΙ ΘΩΜΑΔΕΣ, ΑΝΑΖΗΤΗΣΤΕ:

  • Tana Dineen, Manufacturing Victims: What the Psychology Industry Is Doing to People (Montreal: Robert Davies Multimedia, 1998)
  • Edward Dolnick, Madness on the Couch: Blaming the Victim in the Heyday of Psychoanalysis (New York: Simon & Schuster, 1998)
  • Martin Gross, The Psychological Society (New York: Random House, 1978)
  • Jeffery S. Berman και Nick C. Norton, «Does Professional Training Make a Therapist More Effective?», Psychological Bulletin, Vol. 98 (1985), σελς. 401-407
  • Frederick C. Crews, The Memory Wars: Freud’s Legacy in Dispute (New York: New York Review, 1995)
  • Elizabeth Loftus και Katherine Ketcham, The Myth of Repressed Memory (New York: St. Martin’s Press, 1994)
  • Sheldon H. White και David B. Pillemer, «Childhood Amnesia and the Development of a Socially Accessible Memory System», στο Functional Disorders of Memory, επιμ. John Kihlstrom και Frederick Evans (Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum Associates (1979), σελς. 29-73
  • Steven D. Hollon, Michael E. Thase και John C. Markowitz, «Treatment and Prevention of Depression», Psychological Science in the Public Interest, Vol. 3 (2002), σελς. 39-77

Thursday, May 3, 2007

ΒΑΡΕΘΗΚΑ

"Βαρέθηκα να λέω πως θ' αλλάξει
το σύστημα μας έχει επιτάξει
απόκληρα απομείναμε πουλάκια
κυνηγημένα, με ξεπουπουλιασμένα τα φτερά"

Σήμερα θυμήθηκα τον Νικόλα τον Άσιμο. Είχα καιρό να τον ακούσω, αλλά η στριμμένη μελωδία του "Βαρέθηκα" άρχισε να παίζει σήμερα στο κεφάλι μου μόλις ξύπνησα και έτσι πήρα τον Ξαναπές μαζί μου στη δουλειά. Ήταν περίεργη φιγούρα ο Άσιμος. Κατά μία έννοια ενσάρκωσε την πιο γοητευτική πλευρά της πλατείας Εξαρχείων, εκείνη που δεν είχε μόνο ιδιαιτερότητα, οργή και πρέζα, αλλά και άποψη, όραμα και πρόταση. Σε μια εποχή που οι ευυπόληπτοι μικροαστοί τρέμανε σαν τη σκιά τους ακόμα και να περάσουν από τα Εξάρχεια, πόσο μάλλον να κάθονται για τον καφέ τους, έτσι για να τη δουν και λίγο εναλλακτικοί ή περιπετειώδεις τύποι. Δεν είχε τότε Flocafe και Γρηγόρηδες. Όποιος σύχναζε εκεί ρίσκαρε να μπει στο στόχαστρο της παρακολούθησης των ρουφιάνων, ακόμα και αν ήταν ένας απλός ροκάς φοιτητής, που γούσταρε να πίνει τις μπύρες του στα πιο γνήσια ροκόμπαρα της Αθήνας. Και μη νομίζετε ότι αυτά γίνονταν επί Καραμανλή και Δεξιάς, όπως λέει ο μύθος. Επί Αλλαγής και παπανδρεϊκού Σοσιαλισμού γίνονταν αυτά. Η παλιά Δεξιά υπήρξε πάντοτε ένας πολύ πιο εντάξει "αντίπαλος". Ήξερες που στεκόταν, ντόμπρα πράγματα. Η σημερινή Δεξιά το έχει χάσει αυτό, έχει καταντήσει ένα μπλε ΠΑΣΟΚ.

Ας γυρίσουμε όμως στον Άσιμο. Λένε πως ο Άσιμος ήταν ψυχοπαθής και έπασχε από ένα είδος σχιζοφρένειας. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, ή αν ήταν μια αναγκαία στάμπα για να ξεφύγει από τη βαρβαρότητα της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας. Είναι αλήθεια πως σε κάποια φάση τον στείλανε στο Δαφνί για λιγάκι και καπάκι πήγε και φυλακή, κατηγορούμενος για τον βιασμό μιας πρώην φιλενάδας του. Δεν ξέρω την αλήθεια για όλα αυτά. Δεν το έχω ψάξει και δεν είναι και τόσο εύκολο να βρεις το τι ισχύει: πολύ μυθολογία από τους "δικούς του", πολύ λάσπη από τους "καθώς πρέπει". Πάντως μετά τη φυλακή ο Άσιμος πήρε τον κατήφορο ψυχολογικά. Και κατέληξε να κρεμαστεί. 17 Μάρτη του 1988 ήταν. Κι εγώ οκτώ χρονών, έπαιζα αμέριμνος μπάλα στη γειτονιά.

Αυτό που ξέρω να σας πω εγώ για τον Άσιμο ήταν ότι ήταν ένας πολύ ταλαντούχος και ανήσυχος άνθρωπος, που υπήρξε συνεπέστατος σε όσα πίστευε. Ευτυχώς το ταλέντο του πρόλαβε να τύχει κάποιας αναγνώρισης, έστω και μέσω του αφόρητου συντηρητισμού του ροκοπατέρα Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Έγραψε πολλά ωραία τραγούδια ο Άσιμος, που συχνά τα διέκρινε ένα πολύ ιδιόμορφο χιούμορ, αλλά και ένας τρομερός ρομαντισμός, ο ρομαντισμός των ανθρώπων που ταξιδεύουν σε γαλαξιακά πλάτη και τους σκοτώνει λίγο-λίγο η μπίχλα της γήινης (και δη ελληνικής) καθημερινότητας.

Από όλα του όμως τα τραγούδια είναι το "Βαρέθηκα" που με κάνει και κλαίω (ναι ρε, κλαίω κι εγώ, τι είμαι; ρομπότ;). Είναι το πιο δικό του τραγούδι και συνάμα ένα τραγούδι που απομυθοποίησε όλους αυτούς τους θρύλους περί εξαρχειώτικης ζωής και αναρχικής πολιτικής τοποθέτησης. Και άφησε τον Νικόλα Άσιμο γυμνό απέναντι στην ιστορία, μακριά από τα φτιασίδια και τα φρου-φρου με τα οποία τον είχαν ντύσει οι εναλλακτικοί διανοούμενοι, που από όταν πέθανε και μετά ανέλαβαν να τον κάνουν αντι-είδωλο, ώστε να τον πουλήσουν κατόπιν καπιταλιστικότατα και με το αζημίωτο. Για μένα το "Βαρέθηκα" είναι ένα ροκ τραγούδι με ρεμπέτικες ποιότητες και με μία από τις συγκλονιστικότερες ερμηνείες που έχω ακούσει. Είναι η "Φραγκοσυριανή" της περιθωριακής γενιάς της μεταπολίτευσης. Και είναι ένα τραγούδι πολύ πιο ουσιαστικό και επαναστατικό από ό,τι έγραψαν ποτέ οι δικοί μας οργισμένοι πάνκηδες (Panx Romana και λοιποί) για το σύστημα και τα λοιπά.

Βαρέθηκα τη μίζερη μου φύση
κανένας πια δεν λέει να ξεκουνήσει
κανένας πια δεν λέει να ξεκουνήσει
αναμφιβόλως, δεν με χωράει ο τόπος ρε παιδιά

Βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια
τα δάκρυα να κάνω μπιχλιμπίδια
τα λόγια μοναχά μας απομείναν κι οι θεωρίες
στην πράξη μας χαλάνε οι θεσμοί

Βαρέθηκα να λέω πως θ' αλλάξει
το σύστημα μας έχει επιτάξει
απόκληρα απομείναμε πουλάκια, κυνηγημένα
με ξεπουπουλιασμένα τα φτερά
Απόκληρα απομείναμε πουλάκια με ξεπουπουλιασμένα τα φτερά

Βαρέθηκα κι αυτό το μονοπάτι
ακόμα και σαν βρω κάνα κομμάτι
πώς είναι δυνατό να μαστουριάζεις, εξήγησέ μου
άμα σου περιφράξαν την καρδιά
λαρα λαλα λαα λα λαλα λα........
Για πες μου πώς μπορείς και μαστουριάζεις
άμα σου περιφράξαν την καρδιά

Συνέχεια μου έρχεσαι από πίσω
δεν έχω πια το σάλιο να σε φτύσω
πώς γίνεται στον ένα παλαβιάρη, εξήγησέ μου
κουτόχορτο χιλιάδες να βοσκάν
Πώς γίνεται στον κάθε παλαβιάρη κουτόχορτο χιλιάδες να βοσκάν
λαρα λαλα λαα λα λαλα λα......