Δεν μπορώ να σταματήσω να κοιτάζω. Αλλά ο ίλιγγος με τρομάζει, αισθάνομαι όπως όταν βλέπεις όνειρο ότι πέφτεις, με την καρδιά στο στόμα. Ξαπλώνω στο χείλος για να μην ζαλιστώ και πέσω. Και προσπαθώ να δω στο χάος, να διακρίνω χαρακτηριστικά, να ψάξω για αναμνήσεις, για έναν χάρτη του πώς ήρθα εδώ. Να βρω πού χάθηκα, αν κάπου έστριψα λάθος και αν μπορώ να βρω μιαν άκρη.
Γυρίζω πίσω να σωθώ κι ύστερα δε βρίσκω το δρόμο
Γιατί και κει είναι σκατά - σα να μην τόξερα -
Παντού σπασμένες σιδεριές και θραύσματα οβίδας
Τρομάζω, τα χάνω με το παραμικρό, δεν έχω που να πάω
Ναι, δεν έχεις που να πας. Γιατί ο χάρτης, ξέρεις, δεν ήταν λάθος. Πήρα τη μόνη έξοδο κινδύνου που βρήκα, για να μη βουλιάξω στο τέλμα των διαλυμένων οικογενειών, για να μη σταυρωθώ στα μυτερά καρφιά μιας ταλαίπωρης, καταστροφικής εφηβείας, για να μην υποκύψω στον καρκίνο της μικροαστικής ευθύγραμμης διαδρομής του γέννηση-σπουδές-δουλειά-γάμος-σύνταξη-θάνατος (και η ζωή; πού περιθώριο για τη ζωή στο πλάνο σας;).
Η έξοδος με έβγαλε στους Ήχους - και ρούφηξα τις αιτίες της πάνκικης οργής, την πηγαία συντριβή του ρεμπέτικου και του hip-hop, την ασυμβίβαστη ελευθερία του rock, τις φιλοσοφικές αναζητήσεις των τραγουδοποιών, τη μέχρις αφέλειας αλήθεια της pop απλότητας, τα ρομαντικά και συνάμα αλαζονικά ογκώδη metal ιδανικά, την αφαιρετική μαγεία των ηλεκτρονικών ηχοτοπίων. Η έξοδος με έβγαλε στη Γνώση - στις σελίδες της λογοτεχνίας και των επιστημονικών συγγραμμάτων, στους στίχους της ποίησης, στη χρησιμότητα του να κατεβάζεις βιβλιοθήκες - όχι για να μορφωθείς με τη σχολική έννοια, αλλά για να καλλιεργηθείς, να μάθεις να αμφισβητείς και να αμφιβάλλεις ως έλλογο ον. Όχι υπακούοντας σε τυφλά ένστικτα, όχι αποδεχόμενος θρησκευτικά δόγματα ως κοσμικές αλήθειες, όχι εμπιστευόμενος το σύστημα, απλά επειδή οι άλλοι απέτυχαν. Η έξοδος με έβγαλε στο εφήμερα διαχρονικό Σανίδι του θεάτρου, στους αρχαίους τραγωδούς, στον Τσέχοφ, στον Ίψεν, στον Σέξπιρ, στον Μπέκετ, και στον Μπρεχτ. Η έξοδος με έβγαλε στους μεγάλους ζωγράφους, σε εκείνους τους ανθρώπους που λέγανε τόσο μεγάλα πράγματα με χρώματα και περιγράμματα. Η έξοδος με έβγαλε στις Χώρες του κινηματογράφου - Παρίσι-Τέξας, και από εκεί στην Τρανσυλβανία του Δράκουλα, στην Καζαμπλάνκα του Μπόγκαρτ, στην Άγρια Δύση του Λεόνε και του Πέκινπα, στην Ιταλία της Ντόλτσε Βίτα και του Βισκόντι, στη Νέα Υόρκη του Γούντι Άλεν, στη Βραζιλία της Πόλης Του Θεού, στη Σουηδία του Μπέργκμαν, στην Ιαπωνία του Κουροσάβα και σε έναν γαλαξία far far away, παρέα με τον Χαν Σόλο και τους Tζεντάι.
Αλλά η έξοδος δεν απάντησε το γιατί. Δεν έφερε καμία γαλήνη, καμία αίσθηση ισορροπίας. Δεν βοήθησε στο να μην πετάγομαι σαν αλαφιασμένος αφού το κάναμε, τρέχοντας σαν «ξένος στην πιο ξένη ερημιά», ενώ εσύ ήθελες απλά πράγματα, να καθόμαστε αγκαλιά και να μιλάμε για το μέλλον (μας), να σου δείχνω το αστέρι του Μικρού Πρίγκιπα, να σου κάνω έρωτα στην αμμουδιά. Οι βιολόγοι και ο Στίβεν Πίνκερ μπορεί μια μέρα να βρούνε ότι άνθρωποι σαν κι εμένα αποτελούν βιοχημικά λάθη, εγγενώς ανίκανα για οποιαδήποτε προσαρμογή σε οποιαδήποτε κανονικότητα. Οι ψυχίατροι μπορεί να πούνε ότι είχα γονιδιακές ή περιβαντολλογικές ατυχίες, οι οποίες με οδήγησαν στην κατάθλιψη. Μπορεί και να είναι έτσι, πού θες να ξέρω εγώ; Νομίζεις ότι τα ξέρω όλα, επειδή βάζω εκείνες τις βιβλιογραφίες;
Ξέρω πάντως ότι έφτασα σε ένα σημείο που ποτέ δεν είχα φανταστεί. Ότι ξεχείλισα από απελπισία και ότι ο πραγματικός κόσμος - αυτός εκεί έξω, έξω από τις μουσικές, τους πίνακες και τις ταινίες - μου φαίνεται πια σαν ένα μέρος στο οποίο δεν έχω την παραμικρή θέση, στο οποίο δεν χωράω (αν δεν χωράς σε μια ελπίδα τυφλή...). Ναι, Κατερίνα, το ξέρω ότι είχαμε συμφωνήσει πως πρώτα έπρεπε να τελειώνουμε με τα γουρούνια. Αλλά εγώ χρειάζομαι επειγόντως εκείνο το δίπατο σπίτι κοντά στη θάλασσα, με τα πύλινα δοχεία στο κατώι. Γιατί έγειρε η παλάτζα και δεν έχει άλλο μπρος. Γιατί δεν κατάφερα να βγάλω ποτέ άκρη με το μέσα μου. Και τώρα που δεν βγάζω άκρη ούτε με το έξω μου νιώθω ότι χάνομαι μέσα στο ίδιο μου το μυαλό, ότι ξόφλησα, ότι κουράστηκα ΤΟΣΟ πολύ. Ένα πράγμα ίσως με έσωζε, αλλά ξέμεινα και από αυτό. Δεν υπάρχει δίπλα μου κανένα ζευγάρι μάτια να κουρνιάσω για λίγη ξεκούραση, κανένα κορμί να με κάνει να ξεχαστώ στην ομορφιά του, να το ντύνω με την αγάπη μου, να του δανείζω την ψυχή μου για να τη γιατρεύει από όλη αυτή τη συμφορά αγκαλιάζοντάς τη, να ενώνομαι μαζί του για να αισθάνομαι ολόκληρος - για μια βραδιά; για μια ζωή; δεν έχει σημασία, δεν είναι εκεί το νόημα, δεν είναι ο έρωτας η απάντηση στις ανασφάλειές μας, είναι η ανώτερη αλήθεια και δεν μετριέται με πάντα και με ποτέ. Όταν αρχίζει να μετριέται έτσι, τότε γίνεται σκύλος από την Κόλαση, φεγγαράκι χάρτινο (ψεύτικη ακρογιαλιά), μαχαίρι, μικρό, αφρικάνικο, ατσάλινο (με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το 'χει ζώσει).
Αλλά και αν με έκανες όμορφο, μάνα, δεν με γλίτωσε αυτό, τελικά, από το να μείνω μονάχος μου σε αυτή τη στροφή. Στη Στροφή Όπου Είναι Αβάσταχτο Να Είσαι Και Μόνος Σου Μαζί Με Όλα Τα Άλλα, σαν πεσμένο χάμω παιδί των Εξαρχείων κατά τη διάρκεια επεισοδίων, βορά στη βαρβαρότητα των ΜΑΤ του Πολύδωρα. Θα κλείσω τώρα τα μάτια μου, μάνα. Και, κοίτα να δεις, θα ευχηθώ να μην τα ξανανοίξω, δεν είναι ειρωνικό να το λέω εγώ αυτό; Δεν θα κοιτάξω άλλο την άβυσσο μπροστά μου. Θα πέσω μέσα της, με τα χέρια ανοιχτά και χωρίς κραυγή. Εδώ είναι τα όριά μου, τα έφτασα. Εδώ δεν πιάνουν πια οι κατάρες, δεν πιάνουν ούτε οι ευχές (εδώ οι μέρες ταξιδεύουν σαν χελώνες νεκρές). Ή θα βάλω λίγο πιο πέρα τον ορίζοντά μου και θα περάσω στην επόμενη πίστα αυτού του ακατανόητου παιχνιδιού, ή θα αφανιστώ - game over και restart button δεν έχει. Και ευτυχώς, γιατί για φαντάσου να το πάταγα και να γινόμουν κι εγώ φυσιολογικός, άνθρωπος χωρίς ανησυχίες, με μάτια άδεια (ντροπή για τα μάτια σου, ντροπή ρε να είναι άδεια).
Δεν ξέρω, φίλοι, αν και πότε θα ξαναγράψω σε αυτό το blog. Πρέπει να με καταλάβετε, τουλάχιστον εσείς, πως δεν ξέρω άλλον τρόπο να ζω. Θα ήθελα πάντως να τα ξαναπούμε. Μη συνέχεια οι άνθρωποι μαύρα αρνητικά και μεις ΚΑΜΕΝΟΙ ΗΛΙΟΙ...